- ακοινώνητος
- -η, -ο (Α ἀκοινώνητος, -ον) και ακοινώνιστος1. ο μη κοινωνικός, όποιος αποφεύγει την επικοινωνία με τους άλλους2. ο βάναυσος, ο απάνθρωπος3. όποιος δεν κοινώνησε, δεν έλαβε τη θεία Μετάληψη«πέθανε ακοινώνητος»μσν.εκείνος που έχει αφοριστεί, έχει αποκοπεί από το σώμα τής Εκκλησίαςαρχ.1. αυτός τον οποίο δεν μοιράζονται δύο«ἀκοινώνητον εὐνάν» — κρεβάτι που δεν τό μοιράζονται δύο γυναίκες με τον ίδιο άντρα (Ευρ.)2. εκείνος που δεν ανακοινώνεται (ΠΔ)3. αυτός που δεν έχει μερίδιο σε κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + κοινωνῶ.ΠΑΡ. ακοινωνησία].
Dictionary of Greek. 2013.